πανικός

πανικός
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα ψυχικά κέντρα και μπορεί να εκδηλωθεί με σπασμούς, διάρροια, συχνουρία, ταχυκαρδία, δύσπνοια, ωχρότητα, εγκεφαλική αναιμία και λιποθυμίες. Πολλές φορές, αν και τα άτομα που διακατέχονται από πανικό δε λιποθυμούν, αδυνατούν ωστόσο να σταθούν όρθια. Π. μπορεί να εμφανιστεί σε ένα άτομο, αλλά μπορεί να είναι και ομαδικός, ως φαινόμενο που εξαρτάται από το ένστικτο της αυτοάμυνας, εκδηλωνόμενο είτε με τέλεια ακινησία είτε με φυγή. Όταν επικρατήσει π., είναι σχεδόν αδύνατο να συγκρατηθούν τα άτομα που έχουν κυριευτεί απ’ αυτόν. Ο όρος π. χρησιμοποιείται και στην οικονομική ορολογία σε περιπτώσεις μεγάλης οικονομικής κρίσης ή καταστροφής της σοδειάς. Η διάδοση τότε ανησυχητικών ειδήσεων και η κερδοσκοπία συντείνουν στο να εκλείψει κάθε πίστη στην οικονομική σταθερότητα μιας χώρας και να σημειωθεί, κυρίως στα χρηματιστήρια, ραγδαία υποτίμηση των μετοχών.
* * *
-ή, -ό / πανικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Πάνα
2. (για φόβο) αυτός που προέρχεται από τον Πάνα («θόρυβος ὁ καλούμενος πανικός», Διόδ. Σικ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πανικός
α) έντονος φόβος, τρόμος εξαιτίας υπαρκτού ή αναμενόμενου κινδύνου, που καταλαμβάνει άτομο ή ομάδα ατόμων, παραλύει κάθε ψυχική λειτουργία και έχει χαρακτηριστικό γνώρισμα την ορμητική και παράλογη αντίδραση και την άτακτη φυγή
β) συνεκδ. η αναταραχή που προκαλεί τέτοιου είδους έντονο φόβο, ιδίως στους κύκλους τών χρηματιστηρίων, η ραγδαία υποτίμηση τών διαφόρων αξιών, το κραχ
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πανικόν
ο έντονος φόβος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πανικά
ήχοι που ακούγονταν κατά τη διάρκεια τής νύχτας στα όρη και στις κοιλάδες και αποδίδονταν στον Πάνα, τον οποίο θεωρούσαν αίτιο τού αιφνίδιου και αβάσιμου φόβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πάν. Η λ., από την ελληνιστική εποχή, χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τον φόβο, την ταραχή που προκαλούσε στα ποίμνια η εμφάνιση τού θεού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πανικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο θεό Πάνα. 2. το αρσ. ως ουσ., πανικός δυνατός φόβος ατόμου ή ατόμων που δημιουργείται από την εμφάνιση ή την πιθανότητα εμφάνισης μεγάλου κινδύνου: Από την έκρηξη προκλήθηκε πανικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πανικός — Πᾱνικός , Πανικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόβος πάνικος. — φόβος πάνικος. См. Паника …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πανικά — Πᾱνικά , Πανικός of neut nom/voc/acc pl Πᾱνικά̱ , Πανικός of fem nom/voc/acc dual Πᾱνικά̱ , Πανικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδοπανικά — τὰ, Α προσποιητός, ψεύτικος πανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πανικός] …   Dictionary of Greek

  • Πανικῶν — Πᾱνικῶν , Πανικός of fem gen pl Πᾱνικῶν , Πανικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανικόν — Πᾱνικόν , Πανικός of masc acc sg Πᾱνικόν , Πανικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • паника — Через нем. Раnik из франц. panique от лат. panicus, греч. πανικός, от имени лесного бога Пана, греч. Πά̄ν; см. Шульц–Баслер 2, 298 и сл.; Клюге Гётце 430. Греки и римляне приписывали происхождение ужаса, навеянного ложной тревогой, богу Пану …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

  • Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”